Ένα φαινόμενο που δυστυχώς συναντάω συχνά και δεν παύει να με προβληματίζει είναι η κακοποίηση, είτε μιλάμε για φυσική, ψυχολογική, συναισθηματική, οικονομική κτλ, στις ερωτικές σχέσεις. Σημαντικό είναι να σημειώσουμε πως, αυτό το κοινωνικό πρόβλημα αποκτά πλέον ένα πολιτικό χαρακτήρα και αναδύεται ως στόχος ενός ευρύτερου κοινωνικού αγώνα έναντι της βίας και της κοινωνικής και έμφυλης ανισότητας. Ένα σχετιζόμενο φαινόμενο που συναντάμε συχνά και έχει έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα, είναι η ψυχολογική εξάρτηση του θύματος από τον θύτη. Δηλαδή, πολύ συχνά το θύμα, παρότι δέχεται μορφές κακοποίησης στο πλαίσιο μίας σχέσης, όχι μόνο δεν απορρίπτει τον θύτη, αλλά αντιθέτως, ενδυναμώνονται τα ερωτικά του αισθήματα προς αυτόν. Αυτό συνιστά ένα παραμορφωμένο είδος εξάρτησης, εμποτισμένο με σύγχυση και προβληματισμούς. Αν και οι κοινωνικό-ψυχολογικές δυναμικές αυτού του φαινόμενου είναι πολυδιάστατες και διαφέρουν από άτομο σε άτομο, θα προσπαθήσω να διατυπώσω μία θεωρία περί αυτού του φαινόμενου, η οποία να μπορεί να ερμηνεύσει μερικές από τις πτυχές του. Γιατί, λοιπόν, η κακοποίηση μπορεί να αποτελέσει μία μορφή ερωτικής εξάρτησης;
Σε μία προηγούμενη ανάρτηση διατύπωσα μία θεωρία του έρωτα όπου προέβηκα στο συμπέρασμα ότι, ο έρωτας συνιστά την συμβολική παρουσία του «άλλου» στον ψυχολογικό μας κόσμο, όπου ο «άλλος» «σημαδεύει» και «μολύνει» τις πολλαπλές πτυχές αυτού του κόσμου. Όσο αυξάνεται η παρουσία του άλλου στον εσωτερικό μας κόσμο, τόσο μεγαλώνει και ο έρωτας, αυτή η διαδικασία όμως εμπεριέχει και τον ναρκισσιστικό πειρασμό. Δηλαδή, όσο παραπάνω ο άλλος μολύνει τον εσωτερικό μας κόσμο και, ως επέκταση αφανίζει τον δικό μας εαυτό, αφανίζεται και ο έρωτας που καθιστά αναγκαία την παρουσία και των δύο ατόμων. Επομένως, ο έρωτας πάλλεται μεταξύ δύο ακρών: από την απόλυτη απουσία του άλλου και την απόλυτη παρουσία του άλλου στον εσωτερικό μας κόσμο. Τι ρόλο παίζει η κακοποίηση στο πλαίσιο αυτών των κοινωνικο-ψυχολογικών διαδικασιών;
Η κακοποίηση μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα μέσο που ο θύτης χρησιμοποιεί για να «σημαδεύει» τον ψυχολογικό κόσμο του θύματος. Ακριβώς επειδή η βία συνδέεται με πολλαπλά και πολυσύνθετα συναισθήματα, η επίδρασή της «πιάνει χώρο» στον ψυχολογικό μας κόσμο και άρα, μας σημαδεύει πιο «αποτελεσματικά». Η κύρια ερώτηση, ωστόσο, είναι γιατί αυτά τα «σημάδια» πολύ συχνά δεν συνιστούν επαρκή λόγο να αρνηθούμε τον θύτη αλλά αντιθέτως, στο πλαίσιο μίας ερωτικής σχέσης, συνιστούν το υπόβαθρο μίας δυσλειτουργικής εξάρτησης από τον θύτη, πολλές φορές ενδυναμώνοντας και τον έρωτα.
Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να διερευνήσουμε το πώς δένονται μεταξύ τους τρία ψυχολογικά νήματα. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να σημειώσουμε είναι πως, η κακοποίηση εντός μίας σχέσης συνιστά κάποιας μορφής σύνδεση των δύο ατόμων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο θύτης πολύ συχνά εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες και ανασφάλειες του θύματος με απώτερο σκοπό την εκμετάλλευση—ο πειρασμός της εξουσίας εδώ παίρνει μία διεστραμμένη και ανήθικη μορφή: τον έλεγχο του συντρόφου. Χρησιμοποιεί ψυχολογικούς μηχανισμούς που μειώνουν τον σύντροφο και την αυτοπεποίθησή του ώστε το σημείο αναφοράς του για επιβεβαίωση να είναι αποκλειστικά ο θύτης. Συνεπώς, το θύμα παγιδεύεται σε ένα κύκλο εξάρτησης όπου η αυτοπεποίθηση του ρυθμίζεται και εξαρτάτε από τα καπρίτσια του θύτη. Παράλληλα, όπως το διατύπωσε και ο Φρόυντ, η «ενέργεια» που αποτελεί τον έρωτα έχει ένα άμεσο συσχετισμό με την ενέργεια που διέπει την επιθετικότητα και την εχθρικότατα (αυτός είναι ένας από τους λόγους, για παράδειγμα, που το σεξ μετά από ένα καβγά είναι πολύ «καυτό»). Συνεπώς, η επιθετικότητα και η εχθρότητα της καταπίεσης που εμποτίζεται από πολλαπλά αρνητικά συναισθήματα που «σημαδεύουν το θύμα», σε πολλές περιπτώσεις μεταβάλλεται σε αισθήματα έρωτα και εξάρτησης.
Η συγκεκριμένη θεωρία δεν εξαντλεί τις δυναμικές αυτού του είδους σχέσης, διερευνά απλώς μία από τις πτυχές της. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος πως, με το να επικεντρωθώ στις εν λόγω δυναμικές που αφορούν κυρίως τον ψυχολογικό κόσμο του θύματος, δεν απαλλάσσω τον θύτη από τις ευθύνες του, κι ούτε αποδίδω τo φταίξιμο στο θύμα. Η μεγαλύτερη πηγή του προβλήματος είναι ο θύτης που, πολύ συχνά, με χειριστικό και συνειδητό τρόπο επιχειρεί να διεισδύσει στον ψυχολογικό κόσμο του συντρόφου του με σκοπό να ασκήσει εξουσία στο άτομο αυτό, ενώ το θύμα πολύ συχνά αντιμετωπίζει την κατάσταση ασυνείδητα και παθητικά, και μόνο αναδρομικά συνειδητοποιεί τις δυναμικές της κακοποίησης. Εκεί ακριβώς κρύβεται και η μεγαλύτερη «αμαρτία» της υπόθεσης: η συνειδητή άσκηση βίας σε ένα πλαίσιο που προϋποθέτει την ασφάλεια.
Michaelangelo Anastasiou, ABD (University of Victoria)
Sociology Instructor at Alexander College (Department of Criminology)