Δημιουργικότητα, Αυτοπεποίθηση και Αυτογνωσία
Θα ήθελα να επικεντρωθώ σε δύο θέματα, η σύνδεση των οποίων παραμένει αόρατη παρότι εκμαιεύουν ανεξάρτητα το δημόσιο ενδιαφέρον και συνιστούν αντικείμενα συζήτησης και αντιπαράθεσης. Πολλά λέγονται και συζητούνται για την αναγκαιότητα της δημιουργικότητας ενώ στο πλαίσιο ανεξάρτητων συζητήσεων το θέμα της αυτοπεποίθησης προβληματίζει. Πολύ συχνά αυτές οι συζητήσεις είναι άμεσα συνδεδεμένες με ανησυχίες για τη νεολαία. Το θέμα της (χαμηλής) αυτοπεποίθησης στους νέους συνιστά μία χρόνια ανησυχία για τους γονείς και για τους ίδιους τους νέους. Ταυτόχρονα, η αναγκαιότητα της δημιουργικότητας αποτελεί μία συνεχή πρόκληση για τους νέους στο φόντο της συνεχώς μεταβαλλόμενης μετανεωτερικής κοινωνίας. Υπάρχει δηλαδή μία γενική αντίληψη ότι η δημιουργικότητα τη σήμερον ημέρα συνιστά μία μορφή οικονομικής και κοινωνικής επιβίωσης. Το επιχείρημα που θα αναπτύξω θα επικεντρωθεί στην αλληλένδετη σχέση μεταξύ της δημιουργικότητας και της αυτοπεποίθησης, συνδέοντας τες μέσα σε ευρύτερα πολιτικά ερωτήματα. Θεωρώ πως η κοινωνικό-πολιτική προσέγγιση μπορεί να μας αποκαλύψει πτυχές αυτής της σχέσης που ως τώρα παρέμεναν αόρατες. Ποια είναι λοιπόν η σχέση μεταξύ της αυτοπεποίθησης και της δημιουργικότητας;
Ο προκαταρτικός ορισμός της αυτοπεποίθησης που θέλω να προωθήσω είναι ο εξής: η αυτοπεποίθηση συνιστά μία αξιολόγηση του εαυτού βάσει συγκεκριμένων ιδεών για το τι είναι ο «καλός» ή ο «κανονικός» εαυτός. Αυτές οι ιδέες είναι άμεσα συνδεδεμένες με πρότυπα, με την ευρύτερη έννοια της λέξης, που προωθούνται στις πολυδιάστατες πτυχές του κοινωνικού μας κόσμου. Τα μίντια, για παράδειγμα, προωθούν πρότυπα ομορφιάς και αθλητισμού, ενώ παράλληλα το σύστημα εκπαίδευσης προωθεί τα πρότυπα του καλού μαθητή και του καλού πολίτη. Η καλή μαθήτρια, διδασκόμαστε, είναι αυτή που είναι σκληρή εργάτης, αποτελεσματική, θυσιάζει, έχει πλάνο και στόχους, είναι υπάκουη, ακολουθεί οδηγίες κτλ. Ο καλός πολίτης είναι αυτός που αγαπά το έθνος, είναι σκληρός εργάτης, υπηρετεί την κοινότητα, ακολουθεί νόμους, βοηθά τους συμπολίτες του κτλ. Σημαντικό όμως είναι να σημειώσουμε πως η προώθηση αυτών των προτύπων πολύ συχνά συνοδεύεται από ανάλογες διαδικασίες αξιολόγησης και «παρακολούθησης». Ο θεωρητικός Μισέλ Φουκώ, διατυπώνει την τρίπτυχη δομή της παρακολούθησης ως επιτήρηση, κριτική με βάση το τι συνιστά το «σωστό» ή το «κανονικό», και εξέταση. Είναι εύκολο να εφαρμόσουμε αυτή τη θεωρία στο σύστημα εκπαίδευσης, όπου ο μαθητής αποτελεί αντικείμενο συνεχούς επιτήρησης, αξιολόγησης και εξέτασης από δασκάλους, βάσει προτύπων που—και αυτό είναι πολύ σημαντικό—ρυθμίζονται από το κράτος. Στην συνέχεια αυτά τα πρότυπα θα εσωτερικεύουν από τους νέους, συμβάλλοντας πλέον σε ένα μηχανισμό αυτό-παρακολούθησης. Συνεπώς, η υποκειμενικότητα της νεολαίας αναπτύσσεται μέσα από την υποτέλειά της στο κράτος. Η ίδιες διαδικασίες παρακολούθησης και (αυτό)αξιολόγησης εφαρμόζονται ανάλογα και σε άλλους κοινωνικούς τομείς, όπως στα μίντια, στην οικογένεια, στην οικονομία, στην θρησκεία κτλ.
Το αποτέλεσμα αυτών των κοινωνικών διαδικασιών είναι η ιεράρχηση των ανθρώπινων σχέσεων μεταξύ εκείνων που «πληρούν» τα κριτήρια και αυτών που «αποτυγχάνουν». Το θέμα της αυτοπεποίθησης είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ιεράρχηση της κοινωνίας, αφού η αυτοπεποίθηση προκύπτει μέσα από την αξιολόγηση του εαυτού βάσει των προωθούμενων πρότυπων ή ιδεών περί του τι συνιστά «καλό» ή «κανονικό» εαυτό. Και τώρα σας φέρνω σε ένα σταυροδρόμι επιλογών. Θεωρώ πως η αφελής απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις είναι πως πρέπει να «οπλίσουμε» τους νέους με τα κατάλληλα εργαλεία για να είμαστε βέβαιοι ότι θα είναι σε θέση να εκπληρώσουν τα κριτήρια που τους επιβάλλονται από την κοινωνία. Έστω κι αν θα μπορούσε στην πράξη να εφαρμοστεί αυτή η προσέγγιση (δεν θα μπορούσε επειδή δεν λαμβάνει υπόψη τις πολλαπλές δομές κοινωνικής ανισότητας), θα οδηγούσε σε μία κοινωνία ρομπότ. Θα συνιστούσε μία συλλογική δολοφονία της δημιουργικότητας αφού στην ουσία θα δημιουργούσε πολίτες και ανθρώπους εντελώς καλουπωμένους από τα προωθούμενα κριτήρια και πρότυπα.
Θεωρώ πως πρέπει να κινηθούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η δημιουργική προσέγγιση στο ερώτημα της αυτοπεποίθησης, μας καλεί να διευρύνουμε τα πρότυπα και τις ιδέες για το τι συνιστά «καλός» η «κανονικός» άνθρωπος και, κατ’ επέκταση, να αποδεχτούμε εναλλακτικούς τρόπους ύπαρξης. Αυτό είναι ένα συλλογικό έργο που πρέπει να επιτελεστεί ως μία μορφή αντίστασης στα περιορισμένα πρότυπα του «κανονικού». Συνεπώς, η δημιουργικότητα αποτελείται από μία επαναστατική πτυχή που μας καλεί να παραβούμε τους κανόνες για να υπερβούμε τα όρια. Αυτό το συλλογικό έργο αλληλοσυμπληρώνεται από ατομικές προσπάθειες. Η ερώτηση κλειδί είναι το πώς οι μοναδικές ικανότητες του ατόμου μπορούν να συμβάλουν στη διεύρυνση των εναλλακτικών προτύπων. Το άτομο άρα καλείται να υπερβεί τα όρια βάσει των μοναδικών του ικανοτήτων που πρέπει να καλλιεργηθούν ακριβώς επειδή μόνο μέσα από την ανάπτυξή τους θα μπορούσαν να υπερβούν τους κανόνες αποτελεσματικά. Καμία καλλιτέχνις δεν καινοτόμησε χωρίς ένα ελάχιστο υπόβαθρο δεξιοτεχνίας και αυτό-επένδυσης στην τέχνη της. Επομένως, το άτομο καλείται να επενδύσει με τόλμη και πάθος στις μοναδικές του ικανότητες. Ως κατακλείδα αυτής της συζήτησης προτείνω μια άκρως σχετική ρήση του καινοτόμου μουσικού και κιθαρίστα Στηβ Βάι: «Βρες αυτό στο οποίο είσαι καλύτερος και υπέρβαλε το».
Μιχαήλαγγελος Αναστασίου, ABD (University of Victoria)
Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Alexander College (Τμήμα Εγκληματολογίας)