Για τη μη αναγνώριση Master μετά από παρακολούθηση των μαθημάτων στο Alexander College Λάρνακας

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της Θέκλας Γεωργίου, κατά του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών με την απόρριψη του ΚΥΣΑΤΣ να αναγνωρίσει το «Master of Arts» που της απονεμήθηκε από το University of Wales του Ηνωμένου Βασιλείου, ως ισότιμου προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master μετά από παρακολούθηση μαθημάτων στο Alexander College Λάρνακας. .

Σύμφωνα με το Δικαστήριο:

«ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Με την προσφυγή ζητείται ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της αιτήτριας για αναγνώριση του τίτλου σπουδών της «MasterofArts» που της απονεμήθηκε από το University of Wales του Ηνωμένου Βασιλείου, ως ισότιμου προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master.

Ο λόγος της απόρριψης του πιο πάνω αιτήματος περιεχόταν στην επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 11.5.2011, ως ακολούθως:-

«Με βάση τα επίσημα έγγραφα που υποβάλατε, η παρακολούθηση των μαθημάτων για την απόκτηση του παραπάνω τίτλου έγινε στο Alexander College Λάρνακας. Την περίοδο που παρακολουθήσατε το πρόγραμμα σπουδών σας, το γεγονός ότι τα μαθήματα γίνονταν στο Alexander College, παραβίαζε το άρθρο 14(3) των περί Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο “Καμιά ιδιωτική σχολή δεν μπορούσε να απονέμει η ίδια τίτλους ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή να παρέχει με οποιοδήποτε τρόπο σε ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα τη δυνατότητα να απονέμουν αυτά τους δικούς τους τίτλους στη Δημοκρατία”».

Προβάλλεται η θέση πως η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και στο δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης. Κατά την εισήγηση, εφόσον ενόψει της τροποποίησης του άρθρου 14 του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου του 2009 (Ν. 88(Ι)/2009) δημιουργήθηκαν δύο ομάδες προ και μετά της τροποποίησης, τις οποίες οι καθ’ ων η αίτηση μεταχειρίζονται με διαφορετικό τρόπο τη στιγμή κατά την οποία τα εν λόγω πρόσωπα βρίσκονται ουσιαστικά στην ίδια θέση, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας. Ο τρίτος και τέταρτος λόγος ακύρωσης εστιάζονται στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας και χωρίς έρευνα περί αυτής. Αυτό επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία λήφθηκε πριν επέλθει η τροποποίηση του άρθρου 14 του Ν. 88(Ι)/2009 συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών την οποία εγγυούνται τα άρθρα 43 και 48 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

…….Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας και ότι η απόφαση είναι αντίθετη με το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Προς ενίσχυση του ισχυρισμού της η αιτήτρια επισυνάπτει στη γραπτή της αγόρευση την Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας για το νομοσχέδιο «Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2009».  Ειδική αναφορά γίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα:-

«Σκοπός του νόμου που προτείνεται με το υπό αναφορά νομοσχέδιο είναι η τροποποίηση του υφιστάμενου περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου, ώστε να καταστεί δυνατή η παροχή στην Κύπρο τίτλων σπουδών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με τον προτεινόμενο νόμο επιτυγχάνεται επίσης η συμβατότητα με τα άρθρα 43, 48 και 49 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Στα πλαίσια της μελέτης του υπό αναφορά νομοσχεδίου, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και η Νομική Υπηρεσία υπέδειξαν στην επιτροπή ότι το εν λόγω νομοσχέδιο πρέπει να προωθηθεί το συντομότερο για ψήφιση από τη Βουλή, για το λόγο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε στην Κυπριακή Δημοκρατία προειδοποιητική επιστολή, ημερομηνίας 27 Νοεμβρίου 2008, με σκοπό να επιστήσει την προσοχή της στο γεγονός ότι ορισμένες πρόνοιες της υφιστάμενης νομοθεσίας για τις σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αντίκεινται στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Σημειώνεται ότι το υπό αναφορά νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή στις 22 Οκτωβρίου 2009.

Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην επιστολή της αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο εδάφιο (3) του άρθρου 14 του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου, επεξηγώντας ότι λόγω σχετικής καταγγελίας που υπέβαλε πολίτης ανέλυσε το συγκεκριμένο εδάφιο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό ενδέχεται να συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, την οποία εγγυάται το άρθρο 49 της Συνθήκης ΕΚ, και περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης, την οποία εγγυάται το άρθρο 43, σε συνδυασμό με το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ.  Ειδικότερα, οι πρόνοιες του εδαφίου αυτού απαγορεύουν στις ιδιωτικές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο να παρέχουν με οποιοδήποτε τρόπο σε ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα τη δυνατότητα να απονέμουν αυτά τους δικούς τους τίτλους στη Δημοκρατία.  Γι’ αυτό, σύμφωνα με την υπό αναφορά επιστολή, το εν λόγω εδάφιο «καθιστά αδύνατη την παροχή υπηρεσιών οι οποίες συνεπάγονται την απονομή ξένων τίτλων από εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Κύπρο, όπως οι υπηρεσίες που παρέχονται βάσει συμφωνιών πιστοποίησης δικαιόχρησης ή παρεμφερών συμφωνιών, στην περίπτωση που οι αποδέκτες των υπηρεσιών αυτών είναι ιδιωτικές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο.»

Η αιτήτρια επισημαίνει πως, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, οι καθ’ ων η αίτηση βάσισαν την απόφασή τους σε νομοθεσία η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο κρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι ήταν αντίθετη και/ή παραβίαζε τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ειδικότερα τα άρθρα 43, 48 και 49.

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η αιτήτρια παρακολουθούσε μαθήματα στο συγκεκριμένο κολλέγιο τα οποία οδήγησαν στην απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου του Πανεπιστημίου της Ουαλίας, όταν η νομοθεσία δεν επέτρεπε στα ιδιωτικά κολλέγια της Κύπρου να απονέμουν τίτλους σπουδών ξένων πανεπιστημίων με αποτέλεσμα το εν λόγω κολλέγιο να έχει παρανομήσει όταν απένειμε τον τίτλο σπουδών στην αιτήτρια. Και παρά το ότι οι καθ’ ων η αίτηση παραδέχονται πως η νομοθεσία τροποποιήθηκε για σκοπούς πλήρους συμβατότητας με τα άρθρα της Συνθήκης, τονίζουν πως ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το κολλέγιο στο οποίο φοιτούσε η αιτήτρια μπορούσε να απονέμει τίτλους σπουδών ξένων πανεπιστημίων, η δυνατότητα αυτή υπάρχει μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις του Νόμου.

Η κατάληξη 

Συμμερίζομαι την άποψη της αιτήτριας. Είναι ορθή η επισήμανσή της πως με το κυπριακό Σύνταγμα αναγνωρίζεται η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου έναντι ακόμη και του ιδίου του Συντάγματος, πόσο μάλλον οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί πως η ανάγκη για τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας προέκυψε μετά τη διαπίστωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ενδεχόμενη σύγκρουση προνοιών του Νόμου με τα άρθρα 43 και 48 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ούτε και μπορεί να αγνοηθεί η παραδοχή της νομοθετικής εξουσίας πως ο εν λόγω Νόμος δεν ήταν συμβατός με τα άρθρα 43, 48 και 49 της Συνθήκης που αποτέλεσε και το λόγο της επακολουθήσασας τροποποίησης.

Οι κρατικές υποχρεώσεις για συμμόρφωση με το κοινοτικό δίκαιο υπήρχαν από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, από δε την Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος το 2006, αναφορικά με την αναγνώριση της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου έναντι του ημεδαπού, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο μη συμμόρφωσης. Οπότε, προκύπτει πως είναι το κράτος που δεν συμμορφωνόταν με την κοινοτική νομοθεσία αφού όφειλε να βεβαιωθεί ότι ο νόμος ήταν σύμφωνος με το κοινοτικό δίκαιο. Δεν επιτρέπεται ο πολίτης να υπόκειται τις συνέπειες της παράλειψης του κράτους να συμμορφωθεί με τις κοινοτικές του υποχρεώσεις. Συνεπώς, δεν ευσταθεί η δοθείσα από το ΚΥΣΑΤΣ αιτιολογία στη βάση της οποίας απορρίφθηκε το αίτημα της αιτήτριας, ότι δηλαδή παραβιάζονταν οι πρόνοιες του άρθρου 14(3) του Νόμου επειδή τα μαθήματα γίνονταν στο κολλέγιο στην Κύπρο πριν να επέλθει η τροποποίηση του Νόμου το 2010.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης παρέλκει η εξέταση οποιωνδήποτε άλλων ισχυρισμών.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον των καθ’ ων η αίτηση».

Αναδημοσίευση από paideia-news.com